- πλασμόνιο
- το, Νφυσ. (στη φυσική τής στερεάς κατάστασης και τού πλάσματος) κβάντο κάθε συλλογικού διαμήκους κύματος που διαδίδεται στο αέριο τών ηλεκτρονίων ενός στερεού σώματος ή στα ηλεκτρόνια και τα ιόντα ενός πλάσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plasmon < πλάσμα].
Dictionary of Greek. 2013.